καθαρογλώσσημα

καθαρογλώσσημα
το скороговорка (фраза)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "καθαρογλώσσημα" в других словарях:

  • καθαρογλώσσημα — το το λεκτικό παιχνίδι γλωσσοδέτης*, που συνίσταται στην ακριβή και γρήγορη προφορά πολυσύνθετων λέξεων με δύσκολη προφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + γλώσσημα. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Αθ. Σακελλάριο] …   Dictionary of Greek

  • καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… …   Dictionary of Greek

  • γλωσσοδέτης — ο 1. πάθηση της γλώσσας που προκαλεί δυσκολίες στην άρθρωση: Έπαθα γλωσσοδέτη. 2. λεκτικό παιχνίδι με λέξεις που είναι δύσκολες στην προφορά, καθαρογλώσσημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»